οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιον → Miltiades' trophy does not let me sleep
3ᵉ pl. opt. prés. poét. de λάζομαι.
λαζοίατο: эп. 3 л. pl. opt. к λάζομαι.