λησίμβροτος

Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ον, (λήθω, βροτός)

   A taking men unawares, cheat, thief, h.Merc.339.

German (Pape)

[Seite 40] ὁ, der die Menschen heimlich beschleicht, ein Dieb, Betrüger, H. h. Merc. 339.

Greek (Liddell-Scott)

λησίμβροτος: -ον, (λήθω, βροτὸς) ὁ διαφεύγων τὴν προσοχὴν τῶν ἀνθρώπων, καταλαμβάνων αὐτοὺς ἐξαίφνης, ἀπατεών, κλέπτης, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 339.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui trompe les mortels, trompeur, voleur.
Étymologie: λανθάνω, βροτός.

Greek Monolingual

λησίμβροτος, -ον (Α)
αυτός που διαφεύγει την προσοχή τών ανθρώπων, που εξαπατά κρυφά τους ανθρώπους, λαοπλάνος, αγύρτης, απατεώνας, κλέφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λησι- (< θ. λησ-, πρβλ. λήσω, μέλλ. του λανθάνω) + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < μροτός), πρβλ. θελξί-μβροτος, τερψί-μβροτος].