λεοντόβοτος

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui nourrit des lions;
2 élevé par un lion.
Étymologie: λέων, βόσκω.

Greek Monolingual

λεοντόβοτος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός στον οποίο ζουν λιοντάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. θηρό-βοτος, ιππό-βοτος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθ. σημ.].