ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
adv.
en Lycie avec mouv.
Étymologie: Λυκία, -δε.
Λυκίηνδε (Α)
επίρρ. προς τη Λυκία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λυκίη (αιτ. Λυκίην) + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. Ιθάκην-δε, Κρήτην-δε)].