μαλακογνώμων

Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A mild of mood, A.Pr.190 (anap.); gloss on εὔκολος, Sch.Ar.Ra. 82.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκογνώμων: -ον, μαλακὸς τὴν γνώμην, τὴν διάθεσιν, Αἰσχύλ. Πρ. 188, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 82.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
au caractère doux, facile.
Étymologie: μαλακός, γνώμη.

Greek Monolingual

μαλακογνώμων, -ον (Α)
ενδοτικός, πράος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ευ-γνώμων, λεπτο-γνώμων.