ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
[Seite 94] ὁ, = Vorigem, Ath. XIII, 596 a; οἱ μάραθοι, Epicharm. bei Ath. II, 70 f.
ου (ὁ) :
c. μάραθον.
ο (Α μάραθος ὁ, ἡ)
το μάραθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μάραθο με αλλαγή γένους].