συντεκνοποιέω

From LSJ
Revision as of 19:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντεκνοποιέω Medium diacritics: συντεκνοποιέω Low diacritics: συντεκνοποιέω Capitals: ΣΥΝΤΕΚΝΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: synteknopoiéō Transliteration B: synteknopoieō Transliteration C: synteknopoieo Beta Code: sunteknopoie/w

English (LSJ)

   A breed children with, τινι X.Mem.2.2.5.

Greek (Liddell-Scott)

συντεκνοποιέω: τεκνοποιῶ ὁμοῦ, ὁ ἀνὴρ τὴν συντεκνοποιοῦσαν ἑαυτῷ τρέφει Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
engendrer des enfants avec.
Étymologie: σύν, τεκνοποιέω.

Greek Monotonic

συντεκνοποιέω: γεννώ παιδιά από κοινού με κάποιον· ἀνδρί, σε Ξεν.