ὁποσάπους

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁποσάπους Medium diacritics: ὁποσάπους Low diacritics: οποσάπους Capitals: ΟΠΟΣΑΠΟΥΣ
Transliteration A: hoposápous Transliteration B: hoposapous Transliteration C: oposapous Beta Code: o(posa/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, in indirect questions,

   A how many feet long . ., Luc.Gall.9.

German (Pape)

[Seite 361] ποδος, wie vielfüßig, bes. wie viel Fuß lang, Luc. Gall. 9; vgl. Lob. Phryn. 663.

Greek (Liddell-Scott)

ὁποσάπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, = ὁπόσων ποδῶν· ― ἐπὶ πλαγίας ἐρωτήσεως, πόσων ποδῶν τὸ μῆκος, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτ. 9.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ὁποσάποδος
long de combien de pieds.
Étymologie: ὁπόσος, πούς.

Greek Monolingual

ὁποσάπους, -ουν (Α)
(σε πλάγ. ερώτ.) πόσων ποδών ως προς το μήκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + πούς, ποδός (πρβλ. οκτά-πους)].