ὀξυντήρ

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξυντήρ Medium diacritics: ὀξυντήρ Low diacritics: οξυντήρ Capitals: ΟΞΥΝΤΗΡ
Transliteration A: oxyntḗr Transliteration B: oxyntēr Transliteration C: oksyntir Beta Code: o)cunth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A sharpener, δονακήων, i.e.a penknife, AP6.64 (Paul.Sil.), cf. Aq.Jb.41.22.

German (Pape)

[Seite 353] ῆρος, ὁ, der Schärfer, spitz machend, πλατὺς – καλάμων, vom Federmesser, Paul. Sil. 50 (VI, 64).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξυντήρ: ὁ, ὁ ποιῶν τι ὀξύ, ὁ ὀξύνων, ὀξ. δονακήων, δηλ. μαχαίριον, Ἀνθ. Π. 6. 64.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
instrument pour tailler en pointe.
Étymologie: ὀξύνω.

Greek Monolingual

ὀξυντήρ, ἡ (ΑΜ)
(για μαχαιρίδιο) αυτός που οξύνει, που καθιστά κάτι οξύ, που ακονίζει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. ξυραν-τήρ)].