καταράσσω

From LSJ
Revision as of 19:12, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6a)

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰράσσω Medium diacritics: καταράσσω Low diacritics: καταράσσω Capitals: ΚΑΤΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: katarássō Transliteration B: katarassō Transliteration C: katarasso Beta Code: katara/ssw

English (LSJ)

Att. καταράττω,

   A dash down, break in pieces, ὁ παῖς ἐμπεσὼν κατήραξε (sc. τὴν κύλικα) Hippon.38:—Pass., ἡ θύρη κατήρακται Herod.2.63: metaph., διασείειν καὶ κ. τὰ βουλεύματα cj. for ταράττειν in Luc.Dem.Enc.38; esp. of a broken and routed army, τοὺς λοιποὺς κατήραξεν ἐς τὸν Κιθαιρῶνα Hdt.9.69; κ. εἰς τὴν θάλασσαν ἅπαντας D. 23.165; τὸ στράτευμα κατηράχθη εἰς τὰ τειχίσματα Th.7.6, cf. D.H.9.58, Arr.An.5.17.2: fut. Med. in pass. sense, Plu.Caes.44.    II of sea-birds, κ. αὑτοὺς εἰς τὰς κεφαλὰς αὐτῶν dash down head foremost, Arist.Mir.836a13: but more freq.    2 intr., fall down, fall headlong, Clearch.44; of rain, Arist.Mu.392b10; of rivers, εἰς τὸ Χάσμα κ. D.S.17.75, cf. Plb.10.48.7, Str.14.4.1: c. gen., τοῦ ἀγγείου, of a stream of water, Gal.10.554. (Freq. written καταρρ-, augm. κατερρ-, in part perh. correctly, if fr. κατα-ρρᾱσσω, cf. ῥάσσω, ἐπιρράσσω.)

German (Pape)

[Seite 1374] alt. -αράττω, herunterreißen, schmettern; Hipponax bei Ath. XI, 495 d; τοὺς λοιποὺς κατήραξαν διώκοντες Her. 9, 69; τὸ στράτευμα νικηθὲν κατηράχθη εἰς τὰ τειχίσματα Thuc. 7, 6; Folgde, wie Arr. An. 5, 17, 4; κατήραξε εἰς τὴν θάλατταν ἅπαντας Dem. 23, 165; auch übertr., διασείειν καὶ καταράττειν τὰ βουλεύματα Luc. Dem. enc. 38. – Intrans., mit Geräusch hinabfahren, εἰς οὓς καταράττει ὁ ποταμός Pol. 10, 4, 7, εἰς τοῦτο τὸ χάσμα καταράττων ὁ ποταμὸς μετὰ πολλοῦ ψόφου D. Sic. 17, 75; vom Regen, Arist. de mund. 2, wie D. Sic. 1, 41. Vgl. καταῤρήγνυμι. An vielen Stellen ist V, 1. καταῤῥάσσω.