παρμόνιμος
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
English (LSJ)
πάρμονος, poet. for παρα-.
German (Pape)
[Seite 524] poet. statt παραμόνιμος, Pind.
Greek (Liddell-Scott)
παρμόνιμος: πάρμονος, ποιητ. ἀντὶ παραμ-.
French (Bailly abrégé)
poét. c. παραμόνιμος.
English (Slater)
παρμόνῐμος
1abiding by c. dat. οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν pr. (P. 7.20)