πυγίδιον
From LSJ
σοὶ μὲν παιδιὰν τοῦτ' εἶναι, ἐμοὶ δὲ θάνατον → This is sport to you but death to me (Aristotle, Eudemian Ethics 1243a20)
English (LSJ)
τό, Dim. of πυγή, Ar.Ach.638, Eq.1368.
German (Pape)
[Seite 813] τό, dim. von πυγή, kleiner, magerer Steiß, Ar. Ach. 613 Equ. 1365.
Greek (Liddell-Scott)
πῡγίδιον: τὸ, ὑποκορ. τοῦ πυγή, λεπτὴ πυγή, ἰσχνὰ ὀπίσθια, Ἀριστοφ. Ἀχ. 638, Ἱππ. 1368.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de πυγή.
Greek Monotonic
πῡγίδιον: τό, υποκορ. του πυγή, μικρά οπίσθια, σε Αριστοφ.