πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear
adv.utilement, commodément;Cp. χρηστικώτερον.Étymologie: χρηστικός.
χρηστικῶς: с пользой, на пользу (πρός τινα Plut.).