συμβούλευμα

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβούλευμα Medium diacritics: συμβούλευμα Low diacritics: συμβούλευμα Capitals: ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΜΑ
Transliteration A: symboúleuma Transliteration B: symbouleuma Transliteration C: symvoylevma Beta Code: sumbou/leuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A advice given, X.Ap.13, Eq.9.12; σ. Περιάνδρου πρὸς Θρασύβουλον Arist.Pol.1311a20; official instruction, PFay.20.18 (iii/iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 980] τό, ertheilter Rath, θεοῦ, Xen. Apol. 13.

Greek (Liddell-Scott)

συμβούλευμα: τό, συμβουλή, Ξεν. Ἀπολ. 13, Ἱππ. 9. 12· σ. Περιάνδρου πρὸς Θρασύβουλον Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 13.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
conseil, avertissement.
Étymologie: συμβουλεύω.

Greek Monolingual

τὸ, Α συμβουλεύω
1. υπόδειξη, παραίνεση
2. επίσημη οδηγία.