πολύφονος
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très meurtrier.
Étymologie: πολύς, φόνος.
Greek Monotonic
πολύφονος: -ον, πολύ φονικός, εξαιρετικά θανατηφόρος, σε Ευρ.