ποτικάρδιος

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui atteint ou blesse le cœur.
Étymologie: dor. ποτί = πρός, καρδία.

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) ο προσκάρδιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + καρδία (πρβλ. κατα-κάρδιος)].