μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
ος, ον :qui atteint ou blesse le cœur.Étymologie: dor. ποτί = πρός, καρδία.
-ον, Α(δωρ. τ.) ο προσκάρδιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + καρδία (πρβλ. κατα-κάρδιος)].