προκοιτία
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
English (LSJ)
ἡ,
A watch kept before a place, Id.67.15: pl., Plb.2.5.6, 6.35.5.
Greek (Liddell-Scott)
προκοιτία: ἡ, φυλακὴ ἢ φρούρησις ἔμπροσθεν θέσεώς τινος, Δίων Κ. 67. 15· ἐν τῷ πληθ., ὡς τῷ Λατ. excubiae, Πολύβ. 2. 5, 6., 6. 35, 5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
garde que l’on monte devant qqn.
Étymologie: πρόκοιτος.
Greek Monolingual
και προκοιτεία, ἡ, Α πρόκοιτος
φρούρηση μιας θέσης.