σκιρός

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῑρός Medium diacritics: σκιρός Low diacritics: σκιρός Capitals: ΣΚΙΡΟΣ
Transliteration A: skirós Transliteration B: skiros Transliteration C: skiros Beta Code: skiro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A hard, of tempered iron, Sch.S.Aj.651; cancerous, νοσήματα Them.Or.8.110c: metaph., σκιροὺς θεούς (v.l. for σκληροὺς) Plu.2.421d (ap. Eus.PE5.5, σκιρροὺς ap. Theodoret.); σ. γέροντες dub. cj. for σκληροὶ in Longus 2.14.

German (Pape)

[Seite 900] statt σκιῤῥός, zw.

Greek (Liddell-Scott)

σκιρός: ἢ σκιρρός (ἴδε σκῖρος ἐν τέλει), ά, όν, σκληρός, νοσήματα Θεμίστ. 110C· μεταφορ. σκιρροί θεοὶ (διάφορ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ σκληροὶ) Πλούτ. 2. 421 Ε, παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 1881)· γέροντες Schäf. εἰς Λόγγ. σ. 364.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
dur, endurci.
Étymologie: σκῖρος.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α σκῑρος
1. (για βαμμένο σίδηρο) σκληρός
2. (για νόσο) καρκινοειδής
3. μτφ. (για άνθρωπο ή θεό) σκληρός, ανήλεος.