σφετεριστής

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφετεριστής Medium diacritics: σφετεριστής Low diacritics: σφετεριστής Capitals: ΣΦΕΤΕΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: spheteristḗs Transliteration B: spheteristēs Transliteration C: sfeteristis Beta Code: sfeteristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A appropriator, opp. ἐπίτροπος, Id.Pol.1315b2.

Greek (Liddell-Scott)

σφετεριστής: ὁ, ὁ οἰκειοποιούμενος ἀλλότριον· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπίτροπος, μὴ σφετεριστὴν ἀλλ’ ἐπίτροπον Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 33.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui s’approprie le bien d’autrui.
Étymologie: σφετερίζω.

Greek Monolingual

ο, NMA και θηλ. σφετερίστρια Ν σφετερίζομαι
αυτός που οικειοποιείται παράνομα ξένο πράγμα.