τεσσεράκοντα
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
[ρᾰ], Ion. and Hellenistic for τεσσαράκοντα, Hdt.1.166, al., BMus.Inscr.1005 (Cyzicus, iv B.C.), OGI214.53 (Didyma, iii B.C.), etc.; similarly τεσσερακονταεννέα, etc.,
A forty-nine, etc., PSI 10.1140.21 (ii A.D.), etc.; but also Ion. tessara/ϟοντα Schwyzer 707 B 8 (Ephesus, vi B.C.); in Hdt. some codd. usually have this form.
German (Pape)
[Seite 1096] ion. statt τεσσαράκοντα, Her.
Greek (Liddell-Scott)
τεσσεράκοντα: (οὐχὶ τεσσερήκ-), Ἰων. ἀντὶ τεσσαράκοντα, Ἡρόδ., πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5187 ?. 8· ― τέσσερες, οἱ, αἱ, -ρα, τά, Ἰων. ἀντὶ τέσσαρες, Ἡρόδ. κλπ.
French (Bailly abrégé)
ion. c. τεσσαράκοντα.
Greek Monolingual
οἱ, αἱ, τὰ, Α
ιων. τ. βλ. τεσσαράκοντα.