τεσσαράβοιος
From LSJ
English (LSJ)
[ρᾰ], ον,
A worth four steers, Il.23.705.
German (Pape)
[Seite 1095] 1) vier Stiere oder Rinder werth, Il. 23, 705. – 2) von vier Ochsenhäuten gemacht.
Greek (Liddell-Scott)
τεσσᾰράβοιος: -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν τεσσάρων βοῶν, τίον δέ ἑ τεσσαράβοιον, «ἣν ἔτιον, ἐτιμῶντο, τεσσάρων βοῶν ἀξίαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 705.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
du prix de quatre bœufs.
Étymologie: τέσσαρες, βοῦς.