τυμβοῦχος

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβοῦχος Medium diacritics: τυμβοῦχος Low diacritics: τυμβούχος Capitals: ΤΥΜΒΟΥΧΟΣ
Transliteration A: tymboûchos Transliteration B: tymbouchos Transliteration C: tymvoychos Beta Code: tumbou=xos

English (LSJ)

ον, (ἔχω)

   A placed on a tomb, sepulchral, Κήρ AP7.154.

Greek (Liddell-Scott)

τυμβοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ κατοικῶν ἐντὸς τάφου, νεκρικός, Ἀνθ. Π. 7. 154.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fréquente les tombeaux.
Étymologie: τύμβος, ἔχω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κατέχει τάφο ή αυτός που είναι κλεισμένος μέσα σε τάφο, ενταφιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. -οῦχος (< ἔχω)].