χαλκοβόας
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = χαλκεόφωνος, Ἄρης S.OC1046 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1331] ὁ, mit eherner Stimme, Ἄρης, Soph. O. C. 1050.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοβόας: -ου, ὁ, = χαλκεόφωνος, Ἄρης Σοφ. Ο. Κ. 1046.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj.
aux cris retentissants comme l’airain, à la voix retentissante.
Étymologie: χαλκός, βοάω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
χαλκεόφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -βόας (< βοή), πρβλ. μεγαλο-βόας, ταυρο-βόας].