Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
gén. pl. fém. épq. de ὠκύς.
ὠκειάων: [ᾱ], Επικ. αντί ὠκειῶν, γεν. πληθ. του θηλ. του ὠκύς.