κατοικικός

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικικός Medium diacritics: κατοικικός Low diacritics: κατοικικός Capitals: ΚΑΤΟΙΚΙΚΟΣ
Transliteration A: katoikikós Transliteration B: katoikikos Transliteration C: katoikikos Beta Code: katoikiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A assigned to κάτοικοι, κλῆρος PTeb.105.13 (ii B.C.), etc.; γῆ POxy.46.22 (100 A.D.); ὑποθήκη ib.2134.14 (ii A.D.).

Greek Monolingual

κατοικικός, -ή, -όν (Α) κάτοικος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους κατοίκους, την τάξη πολιτών της αρχαίας Αιγύπτου.