καχρυδιάζομαι
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
A sprout in winter, ὁ σπόρος -άσεται Cat.Cod.Astr. 8(4).251.
Greek Monolingual
καχρυδιάζομαι (Α)
φυτρώνω τον χειμώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάχρυς, -υδος + κατάλ. -ιάζομαι].