κεστροφύλαξ
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
[ῠ], ακος, ὁ,
A officer in charge of κέστροι 11, ib.1094, al.:—hence κεστρο-φῠλᾰκέω, ib.735, 736.
German (Pape)
[Seite 1426] ακος, ὁ, ein Aufseher, Wächter über die κέστροι, Inscr.