κίνναβος
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
A = κάναβος (for which it is prob. f.l.), Suid.
German (Pape)
[Seite 1441] ὁ, Modell der Bildhauer, übh. Entwurf, Skizze, vgl. κάνναβος od. κάναβος.