κιρσοτομία
From LSJ
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
English (LSJ)
ἡ,
A operation to remove varicocele, ib.45.18.18, Paul.Aeg.6.82.
Greek Monolingual
η (AM κιρσοτομία) κιρσοτομώ
εγχείρηση για αφαίρεση κιρσών.
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
Full diacritics: κιρσοτομία | Medium diacritics: κιρσοτομία | Low diacritics: κιρσοτομία | Capitals: ΚΙΡΣΟΤΟΜΙΑ |
Transliteration A: kirsotomía | Transliteration B: kirsotomia | Transliteration C: kirsotomia | Beta Code: kirsotomi/a |
ἡ,
A operation to remove varicocele, ib.45.18.18, Paul.Aeg.6.82.
η (AM κιρσοτομία) κιρσοτομώ
εγχείρηση για αφαίρεση κιρσών.