τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver
A v. ἄμι. II v. ἄμμες.
ἄμμι: -εως, τό, Ἀφρικανικὸν φυτόν, ammi Copticum, Διοσκ. 3. 70.