κόρειος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον, (κόρη)
A of a maiden: τὸκ., = κόρευμα, Sch.E.Alc.178. II Κόρεια (sc. ἱερά), τά, the festival of Kore (Persephone), Plu.Dio 56, Hsch. 2 Κόρειον, τό, her temple, IG14.217 (Acrae), Ath.Mitt.49.5 (Attica, iii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
κόρειος: -α, -ον, (κόρη) ἀνήκων εἰς κόρην, τὸ κόρειον = κόρευμα, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἄλκ. 178. ΙΙ. Κόρεια (ἐξυπακ. ἱερά), τά, θυσία τῇ Κόρῃ (Περσεφόνῃ) τελουμένη, Πλουτ. Δίων 56, Ἡσύχ. 2) κόρειον, τό, ὁ ναὸς αὐτῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 5430.