κορυθάϊξ
From LSJ
English (LSJ)
[ᾱ], ῑκος, (ἀΐσσω)
A helmet-shaking, i.e. with waving plume, κορυθάϊκι πτολεμιστῇ Il.22.132.
Greek (Liddell-Scott)
κορυθάϊξ: ᾰ, ῑκος, (άΐσσω) ὁ σείων τὴν περικεφαλαίαν, δηλ. ἔχων λόφον σειόμενον, ἐπίθε τ ρεως, κορυθάϊκι πτολεμιστῇ Ἰλ. Χ. 123.