λέσπιν
From LSJ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
μεγάλην. ὑδρηλήν. Δίδυμος τὴν καταδυομένην εἰς πέλαγος πέτραν. οἱ δὲ τὴν νοτεράν. ἄλλοι δὲ σπίδα βαθεῖαν. οἱ δὲ λόχμην, Hsch.
Greek Monolingual
λέσπιν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μεγάλην ὑδρηλήν. Δίδυμος τὴν καταδυομένην εἰς πέλαγος πέτραν, οἱ δὲ τὴν νοτεράν, ἄλλος δὲ σπίδα βαθεῑαν
οἱ δὲ λόχμην».