λῃστήρ
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, in Hom. ληϊστήρ,
A = λῃστής (q.v.), robber, esp. pirate, Od.3.73, etc.; λ. πολύπλαγκτοι 17.425, cf. 16.426, AP7.737, Man.3.258:—fem. λῄστειρα, ναῦς Ael.NA8.19.
Greek (Liddell-Scott)
λῃστήρ: -ῆρος, ὁ, παρ’ Ὁμ. ληιστήρ, = λῃστὴς (ὃ ἴδε), λῃστής, κυρίως πειρατής, περιγραφόμενος ἐν Ὀδ. Γ. 73, Ι. 254, οἷά τε ληιστῆρες, ὑπεὶρ ἅλα, τοί τ’ ἀλόωνται ψυχὰς παρθέμενοι κακὸν ἀλλοδαποῖσι φέροντες· - λ. πολύπλαγκτοι Ρ. 425, πρβλ. Π. 426, Ἀνθ. Π. 7. 737, Μανέθων 3. 258· - θηλ. λῄστειρα ναῦς Αἰλ. π. Ζ. 8. 19.