Μελιταῖος
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
α, ον,
A of or from Melita (Malta), κυνίδιον M. Maltese lapdog, Arist.HA612b10, cf. Thphr.Char.21.9, Str.6.2.11, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Μελῐταῖος: -α, -ον, ὁ ἐκ Μελίτης («Μάλτας») κυνίδια Μελιταῖα, κυνάρια μικρὰ τῆς «ποδιᾶς», ἅπερ ἔτρεφον αἱ ἁβροδίαιτοι δέσποιναι πρὸς τέρψιν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, τέλ., πρβλ. Θεοφρ. Χαρακτ. 21, Στράβ. 277, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μελιταῖα˙ ὀθόνιά τινα διάφορα ἐκ Μελίτης τῆς νήσου».