μελίτταινα
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ἡ,
A = μελισσοβότανον, Dsc.3.104:—also μελίττ-αιον, τό, Ps.- Dsc.ibid. Cf. μελίκταινα.
German (Pape)
[Seite 125] ἡ, = μελισσοβότανον, Diosc.