μελίχροος
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
ον, contr. μελί-χρους, ουν,
A = μελίχλωρος, AP12.165 (Mel.), 244 (Strat.). 2 = μελίχρως, PPetr.3p.4, al. (iii B. C.), PCair.Zen. 76.9 (iii B. C.): in gen. μελιχρόου PStrassb.87.14 (ii B. C.). II honied, οἶνος Hp.Aff.43 (sed leg. μελιχρόν).
German (Pape)
[Seite 125] zsgzgn -χρους, χρουν, honigfarbig, gelbbraun, Mel. 31 (XII, 165) u. a. Sp., μελίχροϊ νέκταρι Tryph. 113.