μεταιβολία

From LSJ
Revision as of 10:26, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταιβολία Medium diacritics: μεταιβολία Low diacritics: μεταιβολία Capitals: ΜΕΤΑΙΒΟΛΙΑ
Transliteration A: metaibolía Transliteration B: metaibolia Transliteration C: metaivolia Beta Code: metaiboli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A change of mind, prob. in Simon.37.17.

Greek (Liddell-Scott)

μεταιβολία: ἡ, μεταβολὴ φρονήματος, ἐκ διορθώσεως τοῦ Bgk. ἐν Σιμων. 7. 18, ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι μεταβουλία, ματαιβουλία.