μεταιβολία
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
ἡ,
A change of mind, prob. in Simon.37.17.
Greek (Liddell-Scott)
μεταιβολία: ἡ, μεταβολὴ φρονήματος, ἐκ διορθώσεως τοῦ Bgk. ἐν Σιμων. 7. 18, ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι μεταβουλία, ματαιβουλία.