μόγις
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
English (LSJ)
Aeol. μύγις Jo.Gramm.Comp.3.10: Adv., (μόγος)
A with toil and pain, i. e. hardly, scarcely, Il.9.355, Od.3.119, Hdt.1.116, Ev.Luc.9.39, etc.; μ. ἀνεκτοί Lys.22.10; μ. παρειποῦσ' A.Pr.131 (lyr.); μ. πολλῷ πόνῳ Id.Pers.509; τὸν μ. Ἀττικόν Pl.Com.31; πάνυ μ. Pl. Prt.360d; μ. πως Id.Chrm.155e; μ. καὶ κατ' ὀλίγον Charito 1.8; βίᾳ καὶ μ. Pl.Phd.108b.—Cf. the post-Hom. μόλις: μόλις is rare in Att. Prose, exc. in Pl., where it is commoner than μόλις; both forms in codd. of Th. [ῑ metri gr., Il.22.412.]
German (Pape)
[Seite 196] mit Anstrengung, mit Mühe, kaum; μόγις δέ μευ ἔκφυγεν ὁρμήν, Il. 9, 355; μόγις δ' ἐσαγείρατο θυμόν, 21, 417; μόγις δ' ἐτέλεσσε Κρονίων, Od. 3, 119; Aesch. Prom. 131 Pers. 501; Eur. κατεῖπ' ἀναγκασθεὶς μόγις, Ion 1215; Ar. Lys. 328; Her. 1, 116; bei Thuc. 1, 11 u. sonst schwankt die Lesart; βίᾳ καὶ μόγις οἴχεται ἀγομένη, Plat. Theaet. 160 e; ξυνέφη μόγις, Rep. I, 346 c; Euthyd. 282 d haben alle mss. μόλις διὰ μακρῶν λεγόμενον, wie Ax. 368 b u. Sp., z. B. Pol. 30, 2, 4. – [Ι ist Il. 22, 412 in der Vershebung lang gebraucht.]