μολόχινος
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
English (LSJ)
η, ον,
A made of mallow-fibre, μολόχινα (sc. ἱμάτια), τά, Peripl.M.Rubr.6; μ. ὀθόνιον, σινδόνες, ib.49, 48; μαφόρια Sammelb.7033.39 (v A.D.), cf. Isid.Etym.19.22.12; μ. ἔμπλαστρος Androm. ap. Gal.13.490.
Greek (Liddell-Scott)
μολόχῐνος: -η, -ον, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τῆς μολόχης, μολόχινα (δηλ. ἱμάτια), τά, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 5.