μυριόφθαλμος
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
ον,
A with countless eyes, Eust.1504.54.
German (Pape)
[Seite 220] = μυριόμματος, Eust. Od. 180, 9.