νίτρασμα

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νίτρασμα Medium diacritics: νίτρασμα Low diacritics: νίτρασμα Capitals: ΝΙΤΡΑΣΜΑ
Transliteration A: nítrasma Transliteration B: nitrasma Transliteration C: nitrasma Beta Code: ni/trasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A soap, Sor.1.82.

Greek Monolingual

νίτρασμα, τὸ (Α)
μίγμα με βάση το νίτρο το οποίο χρησιμοποιούσαν για καθαρισμό, όπως το σαπούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο νιτράζω (< νίτρον)].