νωθράς

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωθράς Medium diacritics: νωθράς Low diacritics: νωθράς Capitals: ΝΩΘΡΑΣ
Transliteration A: nōthrás Transliteration B: nōthras Transliteration C: nothras Beta Code: nwqra/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A = βαλλωτή, Ps.-Dsc.3.103.

Greek Monolingual

νωθράς, -άδος, ἡ (Α)
το φυτό βαλλωτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νωθρός + επίθημα -άς. Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω της φαινομενικής ακινησίας τών κλάδων του (πρβλ. νωθουρίς)].