ξυστηρίδιον
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
τό, Dim. of foreg., Phryn.PSp.88B.
Greek Monolingual
ξυστηρίδιον, τὸ (Α)
υποκορ. του ξυστήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστήρ + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. λουτηρ-ίδιον)].