ὀλολύκτρια
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
ἡ,
A professional crier at sacrifices, SIG982.25 (Pergam., ii B. C.).
Greek Monolingual
ὀλολύκτρια, ἡ (Α) ολολύζω
γυναίκα που ήταν κατ' επάγγελμα κήρυκας στις θυσίες.