ὀμίχλη

Revision as of 09:15, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

(

   A ὁμ- Eust.117.33 and v. infr. ; a form ὄμιχλ-λα is condemned by Hdn. Philet.p.445 P.), ἡ, mist, fog (not so thick as νέφος or νεφέλη, Arist. Mete.346b33, cf. Mu.394a19), Hom. only in Il. ; εὖτ' ὄρεος κορυφῇσι Νότος κατέχευεν ὀμίχλην 3.10 ; so Thetis rises from the sea, ἠΰτ' ὀμίχλη 1.359 ; ὁ. καὶ δρόσος Ar.Nu.330 ; κονίης ὀμίχλην Il.13.336 ; ὀμίχλη ἐγένετο X.An.4.2.7, etc. : metaph., ὄσσοις ὁμίχλα προσῇξε πλήρης δακρύων A.Pr.145(lyr.).    2 cloud-like darkness, gloom, κατὰ νυκτὸς ὀ. AP5.228 (Maced.), cf. Orph.A.521, etc.    3 the steam of cookery, Mnesim.4.64. (Cf. Lith. miglà 'mist.)

Greek (Liddell-Scott)

ὀμίχλη: ἡ, Ἰων. ὀμίχλη, Δωρ. ὀμίχλα, ἀλλ’ οὐχὶ παρ’ Ἀττ., ἴδε Ἡρῳδιαν. 445 Piers.· (ἴδε ὀμιχέω)· - ὡς καὶ νῦν, ὁμίχλη, κοινῶς «καταχνιά», οὐχὶ τόσον πυκνὴ ὅσον τὸ νέφοςνεφέλη, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 9, 4, πρβλ. π. Κοσμ. 4, 4, Ὅμ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ἰλ.· εὖτ’ ὄρεος κορυφῇσι νότος κατέχευεν ὀμίχλην Γ. 10 οὕτωςΘέτις ἀνέρχεται ἐκ τῆς θαλάσσης, ἠΰτ’ ὀμίχλη Α. 359, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 330· κονίης ... ὀμίχλην αὐτόθι Ν. 336 ὀμίχλη ἐγένετο Ξεν. Ἀν. 4. 2, 7, κτλ.· - μεταφορ., ὄσσοις ὀμίχλα προσῇξε πλήρης δακρύων Αἰσχύλ. Πρ. 144 (λυρ.). 2) σκότος, ζόφος ὅμοιος μὲ νέφος, ἀχλύς, κατὰ νυκτὸς ὀμ. Ἀνθ. Π. 5. 229, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 519, κτλ. 3) ἀχνὸς τοῦ μαγειρείου, τοιάδε δόμους ὀμίχλη κατέχει πάντων ἀγαθῶν ἀνάμεστος Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 64.