παραφθείρω
τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
English (LSJ)
A destroy, corrupt, spoil, τὴν ἀρχαίαν μουσικήν Artemo 11 ; τὸν λόγον A.D.Synt.82.20 ; τὴν ἀγορὰν τῶν ὠνίων SIG799.22 (Cyzicus, i A.D.). 2 debase, νόμισμα, φιλοσοφίαν, Philostr.VA2.29. 3 alter, corrupt, τὴν ἄρχουσαν (sc. συλλαβήν) St.Byz.s.v. Μέγαρα, cf. Eust.1532.1. 4 lose, τὸ ε A.D.Synt.134.8 ; τὴν εὐθεῖαν lose its nominative force (of τύ), ib.15.13. II Pass., with pf. παρέφθορα : aor. 2 παρεφθάρην :—to be destroyed or spoilt, οἱ παρεφθαρμένοι στάχυες Ph.2.57 ; τῆς γῆς παρεφθορυίας Philostr. Her.10.4 ; παρεφθορὸς ὕδωρ Id.Im.2.5 ; παρεφθορὼς τὸ λογιστικόν demented, A.D. Synt.292.4 ; of character, ὑπό τινος -εφθορέναι Philostr.VS1.16.2. 2 to be lost, αἱ φωναὶ παραφθαρεῖσαι A.D.Adv.164.26 (but παραφθαρεὶς τὴν φωνήν having lost one's voice, Plu.2.848b). 3 become obsolete, τὰ τῆστοιαύτης χρήσεως παρεφθάρη A.D.Synt.139.25 ; περὶ παρεφθορυίας λέξεως, title of work by Didymus, Ath.9.368b ; fall into desuetude, νόμος ἄρτι παρεφθάρη Lyd. Mag.2.15.
German (Pape)
[Seite 506] (s. φθείρω), leicht od. obenhin verderben, verfälschen, Jac. Philostr. Imagg. p. 426; παρεφθορυῖα λέξις, Ath. IX, 368 b, u. öfter bei Gramm.