παραφυλακτέον
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
A one must observe, Vett. Val.314.34, Heph.Astr.1.23, Eust.1352.15. 2 one must avoid, Aët.3.25 ; one must beware, Cod.Just.1.3.52.3. II Adj. -τέος, α, ον, to be avoided, Aët.7.24.
Greek (Liddell-Scott)
παραφῠλακτέον: ῥημ. ἐπίθ., παρατηρητέον, Εὐστ. 1352. 15. 2) πρέπει να προσέχῃ τις, Κλήμ. Ἁλ. 172. 173, κτλ.