ἀνεμώλιος

Revision as of 12:13, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)

English (LSJ)

ον,

   A windy, Hom., but only metaph., ἀνεμώλια βάζειν talk words of wind, Il.4.355, Od.11.464; οἱ δ' αὖτ' ἀνεμώλιοι are like the winds, i.e. empty boasters, Il.20.123; τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως; why bear thy bow in vain? 21.474; δίκη ἀ., of a trial, Maiist.38; ἔπεσεν . . ἀνεμώλιον αὔτως Theoc.25.239; εἶπε δ' ὕδωρ πίνειν, ἀνεμώλιος the empty fool! AP11.61 (Maced.); ἀ. ἀσπίδα θεῖναι make it powerless, i.e. harmless, Orph.L.512.—Ep. and Ion. word, used by Luc.Astr.2. (From ἄνεμος, with Aeol. ending -ώνιος, by dissimilation -ώλιος, Eust.1214.27; cf. μετα-μώνιος.)

German (Pape)

[Seite 223] windig; übertr., nichtig, vergeblich, ἀνεμώλια βάζειν, Il. 4, 355 Od. 11, 464; τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως; Il. 21, 474, was hast du so vergeblich den Bogen? οἶστρος ἀν. Anacr. 59, 15; Theocr. 25, 239; – ἀνεμωλία, ἡ, bei Theophr., ist eine Pflanze, =

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμώλιος: -ον, ἀνεμιαῖος, πλήρης ἀνέμου, Ὅμ., ἀλλὰ μόνον μεταφ., ἀνεμώλια βάζειν, λέγειν λόγους τοῦ ἀνέμου, «λόγια τοῦ ἀέρος», «κενὰ φθέγγεσθαι», (Εὐστ.), Ἰλ. Δ. 355. Ὀδ. Λ. 464· οἱ δ’ αὖτ’ ἀνεμώλιοι, ὅμοιοι ἀνέμοις, ἄστατοι, ἀνίκανοι, Ἰλ. Υ. 123· τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον ...; διατὶ κρατεῖς τὸ τόξον σου ματαίως; Φ. 474· ἀνεμώλια γάρ μοι ὁπηδεῖ (ἐνν. τὰ τόξα) Ε. 216· ἔπεσεν... ἀνεμώλιον αὔτως Θεόκρ. 25. 239· εἶπε δ’ ὕδωρ πίνειν, ἀνεμώλιος, ὁ ἀνόητος, ὁ κοῦφος τὸν νοῦν! Ἀνθ. Π. 11. 61· ἀν. ἀσπίδα θεῖναι, καθιστῶ αὐτὴν ἀνίσχυρον, ὅ ἐ. ἀβλαβῆ, Ὀρφ. Λιθ. 506. - Ἐπ. λέξις καὶ ἐν χρήσει ὡς τοιαύτη παρὰ Λουκ. Ἀσρολ. 2. (Ἐκ τοῦ ἄνεμος: πρὸς τὸν σχηματισμὸν πρβλ. μεταμώνιος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
léger ou vide comme le vent ; inutile ; adv. • ἀνεμώλια vainement.
Étymologie: ἄνεμος.

English (Autenrieth)

(ἄνεμος): windy, hence empty, useless, idle, (in) vain; σὺ δὲ ταῦτ' ἀνεμώλια βάζεις, Il. 4.355.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
1 de cosas vano en uso pred. ταῦτ' ἀνεμώλια βάζεις Il.4.355, cf. Od.11.464, τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον ...; Il.21.474, ἰὸς ... ἔπεσε ... ἀνεμώλιος en vano cayó el dardo Theoc.25.239, ἀνεμώλιον ἀσπίδα θεῖναι inutilizar un escudo Orph.L.512
en gener. οἶστρος Anacreont.60.15
inútil δίκη Maiist.38
neutr. como adv. inútilmente, vanamente ἀνεμώλια γάρ μοι ὀπηδεῖ Il.5.216.
2 de pers. insensato, fanfarrón οἱ δ' αὖτ' ἀνεμώλιοι Il.20.123
imbécil, AP 11.61 (Maced.).

• Etimología: Disim. por *ἀνεμώνιος ‘comprado por viento’ o simple deriv. de ἄνεμος.