διαθειόω
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
A fumigate thoroughly, εὖδιεθείωσεν μέγαρον Od.22.494.
German (Pape)
[Seite 578] (s. θειόω), mit Schwefel durchräuchern; Od. 22, 494 αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς εὖ διεθείωσεν μέγαρον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν.
Greek (Liddell-Scott)
διαθειόω: καπνίζω τι καλῶς μὲ θεῖον, καθαρίζω ἐντελῶς, εὖ διεθείωσεν μέγαρον Ὀδ. Χ. 494.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. 3ᵉ sg. διεθείωσεν;
répandre une vapeur de soufre à travers (une maison), acc..
Étymologie: διά, θειόω.
English (Autenrieth)
(θέειον): fumigate with sulphur, Od. 22.494†.
Spanish (DGE)
fumigar de arriba a abajo, completamente μέγαρον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν Od.22.494.